Με αφορμή την επανέκδοση του «Σπιρτόκουτου», 20 χρόνια μετά την πρώτη προβολή του
Από τον Άκη Καπράνο
Τον Δεκέμβριο του 2002 συνάντησα τον Γιάννη Οικονομίδη. Ήταν η πρώτη συνάντηση μου με τον σκηνοθέτη, με αφορμή την πρώτη προβολή – έκπληξη ενός πρώιμου cut της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η κουβέντα μας κράτησε περίπου ένα μισάωρο, είπαμε πολλά και διάφορα, αρκετά για να «καλύψουν» μια συνέντευξη και να καταλάβει ο καθένας μας τι είδους άνθρωπο έχει απέναντι του. Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε και η φιλία μας.
Είχαμε πάθει όλοι σοκ σε εκείνη την προβολή. Η ταινία ήταν ασπρόμαυρη θυμάμαι σε αυτό το cut, και οι παγωμένες «σφήνες» που αφήνουν τις μαχαιριές τους στο αφηγηματικό σώμα απουσίαζαν. Αυτό δεν άλλαζε στο παραμικρό την ορμή της ταινίας. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια ακούγαμε στο ελληνικό σινεμά ανθρώπους της διπλανής πόρτας να μιλάνε κανονικά, να εκφράζονται κανονικά.
Η ταινία ξαναβγαίνει στους κινηματογράφους με αφορμή τα 20 χρόνια από την κυκλοφορία της – και εγώ αναδημοσιεύω αυτήν εδώ την κουβέντα που κάναμε τότε. Θυμάμαι πόσο παράξενα ακουγόντουσαν τα λόγια του στα γραφεία του περιοδικού όπου είχε δημοσιευτεί, εκείνη τη χρονιά, ένα μέρος της. «Εδώ εμείς ζούμε το όνειρο» έλεγε μια κοπέλα, και το εννοούσε. Τι μας λέει τώρα ο καλλιτέχνης, και τα σχετικά.
Δεν είναι μυστικό, το «Σπιρτόκουτο» δεν είχε κόψει εισιτήρια στην πρώτη του προβολή. Ο κόσμος που το αγάπησε, το ανακάλυψε μετά, στο dvd και στο διαδίκτυο. Και επέστρεφε συχνά σε αυτό – για λόγους που, όσοι δεν έχετε δει το φιλμ, θα καταλάβετε διαβάζοντας τη συνέντευξη που ακολουθεί. Στέκει και σαν μαρτυρία μιας εποχής που από τότε έμοιαζε σικέ, ψεύτικη, μια «μαγική» εικόνα πιο εύθραυστη απ’ ότι οι περισσότεροι από εμάς θέλαμε να παραδεχτούμε.
Τι είναι αυτό που φέρνει μια ανεξάρτητη προσπάθεια στην πραγματικότητα του ελληνικού σινεμά σήμερα;
Για μένα φέρνει το ήθος του να ολοκληρώσεις την ταινία σου, από το Α ως το Ω, χωρίς να κάνεις συμβιβασμούς. Μέχρι το τέλος. Να έχεις τον απόλυτο έλεγχο σε όλα δίχως να κάνεις μισό βήμα πίσω.
Μπορείς να κάνεις ταινία δίχως να υποκύψεις σε συμβιβασμούς; Πολλοί συνάδελφοι σου παραπονιούνται – να υποθέσω ότι είσαι από τους τυχερούς;
Δεν είμαι από τους τυχερούς. Είμαι από τους δυνατούς. Διαφωνώ και μαζί τους και με εσένα τον ίδιο: η ελληνική πίστα είναι πολύ πιο εύκολη από την πίστα του εξωτερικού, σε ό,τι αφορά την επιβολή του δίκιου και της άποψης ενός σκηνοθέτη. Απλά κάποιοι ήμαστε πολύ πιο έτοιμοι να παραδώσουμε τα όπλα και να ξεπουλήσουμε αυτό που πιστεύουμε για ψύλλου πήδημα. Ακούμε τι μας λέει ο καθένας λες και οι ίδιοι δεν πιστεύουμε στο υλικό μας. Παγιδευόμαστε μέσα στις δικές μας αγκυλώσεις.
Απουσιάζει το πολιτικό σινεμά που μιλά για το εδώ-και-τώρα;
Απουσιάζει επειδή στην Ελλάδα οι σκηνοθέτες φοβούνται να αγγίξουν τους πραγματικούς ανθρώπους με τρόπο τολμηρό, ειλικρινή, δυνατό, άμεσο και αγαπητικό. Σνομπάρουν τη ζωή. Η μεγάλη αμαρτία του ελληνικού σινεμά είναι η σοβαροφάνεια του. Όταν οι ήρωες μιλούν πρέπει να ακούγονται «σοφοί»… “Κάνουμε τώρα φοβερή ποιότητα” και τα ρέστα. Και φυσικά είναι λάθος το ότι γίνονται προσπάθειες για ταινίες που θα αρέσουν σ’ όλους.
Ο Ρενουάρ έλεγε ότι μια ταινία όπου όλοι καταλαβαίνουν το ίδιο είναι μια κακή ταινία.
(Γέλια) Ναι, κάπως έτσι!
Είναι λοιπόν πολιτική ταινία το Σπιρτόκουτο.
Φυσικά! Η ταινία είναι μια κριτική πάνω στη μικρομεσαία τάξη και πάνω στη βία που κουβαλά. Όλα αυτά που καταγράφει η ταινία μέσα από τις συμπεριφορές, τα πρόσωπα και τους ήρωες, αφορούν την κοινωνία. Το πως δηλαδή ξεσπά η βία μέσα σε μια τάξη η οποία είναι χαμένη, η οποία δεν έχει ούτε παρόν, ούτε μέλλον, και πως αυτή η βία διοχετεύεται και βγαίνει προς τα έξω. Αυτός ο κόσμος τρώει τις σάρκες του, είναι στην γωνία. Μιλάμε τώρα για την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ας ακουστεί λοιπόν πως αυτός ο κόσμος είναι φρικαρισμένος. Αυτή η τάξη ζει μια φρίκη.
Έχω την αίσθηση πως τους πονάς αυτούς τους ανθρώπους. Τους προσεγγίσεις από μια κοντινή απόσταση, και όχι με το απόμακρο βλέμμα ενός ανατόμου.
Μα δεν τους βλέπω αξιώτικά, ούτε με το βλέμμα ενός εντομολόγου στυλ Μάικλ Χάνεκε. Απεναντίας βλέπω αυτή την τάξη – στην οποία φυσικά ανήκω κι ’εγώ – με πολλή αγάπη και πολλή αγωνία. Προσπαθώ να φωτίσω και το ανθρώπινο αλλά και το πολιτικό πρόβλημα. Να πω ένα «τι γίνεται;». Ήδη η βία υπάρχει και εκδηλώνεται με κάθε μέσο. Τι θα γίνει μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες; Θα πέσει χατζάρα; Θα καταρρεύσει αυτό το μαγαζί; Αυτός ο κόσμος που έχει τα χίλια δίκια να διοχετεύει βία –άσχετα αν την διοχετεύει σε λάθος δρόμο- υποφέρει και πονά, γιατί δεν βρίσκει εκτόνωση και η βία χτυπά στον τοίχο και έρχεται πίσω. Βγαίνει κάποιος στον δρόμο και επιτίθεται σε μαύρους, σε Αλβανούς ή στον γείτονα, αλλά δεν του φταίνε αυτοί: Του φταίει ενδεχομένως η ΔΕΗ που εκεί που θα έπρεπε να του έρθει 10 του έρχεται 40 και δεν μπορεί να κάνει τίποτα γιατί θα του το κόψουν και ποιόν θα πάει να βαρέσει;
Είναι ο Μήτσος ένας τέτοιος ήρωας;
Κατ’ αρχάς, είναι σίγουρο ότι του έχουν φάει τα λεφτά πριν δύο χρόνια στο Χρηματιστήριο. Ξεκινά με το «καλημέρα» κι ‘είναι στα γκάζια. Είναι όλοι αρπαγμένοι και είμαστε όλοι εκεί μέσα. Είναι και δικές μας αγωνίες αυτές. Όλοι πληρώνουμε τρελό ρεύμα, τρελό τηλέφωνο, όλους μας πιάνει αηδία με το ψέμα το απίστευτο που κυριαρχεί παντού. Και από την άλλη έρχεται και το κράτος και σε κοροϊδεύει κι ‘από πάνω. «Γίνε εθελοντής στους Ολυμπιακούς» σου λέει. Μιλάμε σοβαρά τώρα; Αυτές οι κουβέντες είναι στα όρια του black humor. Ε, κάποια στιγμή θα γυρίσει το μάτι και το θέμα είναι ποιος θ ’αρπάξει το βόλι.! Την ψυχολογία αυτών των ανθρώπων διερευνά η ταινία.
Στην ταινία σου υπάρχει μια διαρκής ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος – δεν σ ’αφήνει να πάρεις ανάσα.
Ναι, είναι ένα σεναριακού στοιχείο αυτό. Έχει πολλή ζέστη, τα νεύρα είναι γενικώς τεντωμένα. Κοίτα, είμαστε και μεσόγειοι, βαλκάνιοι, το αίμα μας βράζει, έτσι εξωτερικευόμαστε, έτσι μιλάμε. Είναι λαϊκοί άνθρωποι αυτοί – δεν μιλάνε με το γάντι. Υπάρχει μια εξωστρέφεια: τα πράγματα λέγονται. Και λέγονται με έντονο τρόπο. Είναι ένα στοιχείο της αθωότητας αυτών των ανθρώπων, δεν είναι ένα φορεμένο «εφέ». Αυτοί οι άνθρωποι δεν κρύβονται.
Οι ηθοποιοί σου φαίνονται πλήρως εντεταγμένοι στο trip του Σπιρτόκουτου, και σκέφτομαι πως μόνο αφοσιωμένοι ηθοποιοί θα σε ακολουθούσαν σε κάτι τέτοιο. Πως δούλεψες μαζί τους;
Με καμτσίκι και καρότο! Άγιο είχα που δεν έφαγα ξύλο κατά την διάρκεια των γυρισμάτων. Και πίστεψε με, υπήρχαν στιγμές που έφτασα κοντά! Υπήρχε μια εμπλοκή σχεδόν αληθινή. Βγήκαν φοβερές θερμοκρασίες απ’ όλους, και εναντίον μου εννοείται.
Τους πίεσες με άλλα λόγια.
Ναι γιατί ήξερα ότι αν αυτή η ταινία δεν μπορούσε να πείσει πρώτα εμένα θα κατέρρεε ολόκληρη. Υπήρχε ένα πλάνο όπου ο Ερρίκος ανοιγόκλεισε μια πόρτα 75 φορές. Και όντως μια ήταν η λήψη που ήταν η αληθινή!
Ικανοποιημένος;
Ναι, είμαι ικανοποιημένος. Κι αν κάτι δεν λειτουργεί στην ταινία, ξέρεις κάτι; Η ευθύνη είναι δική μου. Δεν έχω δικαιολογίες. Είχα πραγματικά τον πλήρη έλεγχο. Όλες οι επιλογές ήταν δικές μου. Άρα εγώ χρεώνομαι την όποια παραφωνία.
Έχετε ερωτήσεις;
Επικοινωνήστε μαζί μας