Ο συγγραφέας και θεωρητικός της λογοτεχνίας Ρολάν Μπάρτ, υπήρξε, μαζί με τον Μισέλ Φουκό, τον Ζακ Λακάν και τον Ζακ Ντεριντά, ένας από τους κορυφαίους Γάλλους διανοητές του 20ού αιώνα.

Ρολάν Μπαρτ

Ο συγγραφέας και θεωρητικός της λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ, υπήρξε, μαζί με τον Μισέλ Φουκό, τον Ζακ Λακάν και τον Ζακ Ντεριντά, ένας από τους κορυφαίους Γάλλους διανοητές του 20ού αιώνα, οι απόψεις του οποίου επηρέασαν τη φιλοσοφική σκέψη στα τέλη του περασμένου αιώνα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Επηρεασμένος από τις θεωρίες των γλωσσολόγων Φερντινάν ντε Σοσίρ και Λέοναρντ Μπλούμφιλντ, την δομική ανθρωπολογία του Κλοντ Λεβί Στρος και την ψυχανάλυση του Ζαν Λακάν, συνεισέφερε καθοριστικά στη δημιουργία του κινήματος που ονομάστηκε «Στρουκτουραλισμός» ή «Δομισμός». Πρόκειται για μια θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος μπορεί να γίνει αντιληπτός μόνο μέσα από ένα δίκτυο συμβολικών σχέσεων – δομών στις οποίες συμμετέχει χωρίς να το συνειδητοποιεί. Πολέμιος της μαζικής κουλτούρας και του μικροαστικού τρόπου ζωής, ο Γάλλος θεωρητικός διατεινόταν: «Η νόθα μορφή της μαζικής κουλτούρας είναι η ταπεινωτική επανάληψη… Πάντα νέα βιβλία, νέα προγράμματα, νέα φιλμ, νέα αντικείμενα, αλλά πάντα το ίδιο νόημα».

Ο βίος του

Ο Ρολάν Μπαρτ γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1915 οτο Χερβούργο της Νορμανδίας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, που ήταν αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, σε ναυμαχία στη Βόρεια Θάλασσα το 1916 κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μετακόμισε με τη μητέρα του, Ανριέτ Μπαρτ (το γένος Μπινζέ), στην Μπαγιόν της Νοτιοδυτικής Γαλλίας. Εκεί ο μικρός Ρολάν πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ενώ έζησε μεγάλα χρονικά διαστήματα και με τους παππούδες του.

Το 1924 μητέρα και γιος εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι, όπου ο Μπαρτ φοίτησε στα φημισμένα λύκεια «Μοντέν» και «Λουί Λε Γκραντ» έως το 1934. Στο μεταξύ η μητέρα του είχε φέρει στον κόσμο ένα εξώγαμο αγοράκι, που είχε ως αποτέλεσμα να σταματήσουν οι γονείς της να την ενισχύουν οικονομικά. Η Ανριέτ Μπαρτ εργάστηκε σε βιβλιοδετείο για να μπορέσει ο γιος της, Ρολάν, να σπουδάσει στη Σορβόννη, από όπου έλαβε πτυχίο κλασικών γραμμάτων το 1939 και γραμματικής και λογοτεχνίας το 1943.

Στο μεταξύ ο Μπαρτ είχε προσβληθεί από φυματίωση, με αποτέλεσμα να νοσηλευθεί σε σανατόρια για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που υποτροπίασε, χάνοντας την ευκαιρία να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή. Η γερμανική κατοχή τον βρήκε στο σανατόριο της Ισέρ, όπου περνούσε τις ατέλειωτες μέρες του διαβάζοντας, ζωγραφίζοντας, γράφοντας και στήνοντας ένα μικρό θεατρικό θίασο.

Στη διάρκεια της εκπαιδευτικής του σταδιοδρομίας δίδαξε σε σχολεία του Μπιαρίτς, της Μπαγιόν και του Παρισιού, στο Γαλλικό Ινστιτούτο του Βουκουρεστίου και το Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας. Μεταξύ 1952 και 1959 εργάστηκε ως υπεύθυνος ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας, ενώ, από το 1960 ως το 1977, διετέλεσε διευθυντής σπουδών (και διευθυντής ενός κοινωνιολογικού σεμιναρίου) στην Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (Ecole Pratique des Hautes Etudes en Sciences Sociales) του Παρισιού με ένα σύντομο διάλειμμα μεταξύ 1967-1968, στη διάρκεια του οποίου δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης.

Το έργο του

Στο πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Ο βαθμός μηδέν της γραφής» («Le Degré zéro de l’écriture»), που εκδόθηκε το 1953, ο Μπαρτ μελέτησε την σχέση λογοτεχνίας και εξουσίας φθάνοντας στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα δεν είναι κοινωνικά αθώα. Εκείνη την εποχή εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα και ως σύμβουλος στην αυτοκινητοβιομηχανία Ρενό.

Η ιδέα μιας γλώσσας ουδέτερης και απαλλαγμένης από τις αλλοιώσεις τού κοινωνικού περίγυρου τον απασχόλησε σταθερά μέχρι και το 1977, εποχή που ανέλαβε την έδρα της Σημειολογίας στο Κολέγιο της Γαλλίας (College de France). Αποτέλεσε το περιεχόμενο του εναρκτήριου μαθήματος του και είναι αυτή που κυριάρχησε στην ανάλυση την οποία επιχείρησε των χαρακτηριστικών και των μύθων που διέπουν τη σύγχρονη κοινωνία στα έργα του «Μυθολογίες» («Mythologies», 1957) και «Το σύστημα της μόδας» («Le systeme de la mode», 1967).

Ταυτόχρονα, ασχολήθηκε με την επεξεργασία των συνθηκών εκείνων που θα εμπέδωναν μια επιστήμη της λογοτεχνίας στα βιβλία του «Περί του Ρακίνα» («Sur Racine», 1963) και «Κριτική και Αλήθεια» («Critique et Verite», 1966). Οι έννοιες του σημείου και του σημαινομένου τον απασχόλησαν στο βιβλίο του «S/Z» (1970), ενώ με την «Αυτοκρατορία των σημείων» («L’ Empire des signes», 1970) επιχείρησε να διατυπώσει μια ποιητική τού ελεύθερου σημείου.

Στο βιβλίο του «Σαντ, Φουριέ, Λογιόλα»(«Sade, Fourier, Loyola», 1971), ο Μπαρτ εξετάζει τη ρητορική ενός έργου σε σχέση με τη δυνατότητα μιας ολοκληρωμένης γλώσσας, στο πλαίσιο ενός αυτόνομου σύμπαντος. Ύστερα από ένα ταξίδι του στην Ιαπωνία έγραψε το βιβλίο «Η απόλαυση του κειμένου» («Le plaisir du texte», 1973), που ξεκινά από εκεί για να προχωρήσει στη συνεξέταση των εννοιών τού σώματος και τής επιθυμίας, ενώ στο αντι-αυτοβιογραφικό «Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρολάν Μπαρτ» (1975) έκανε λόγο για «την αρχαιολογία της αποστολής της κριτικής».

«Στα Αποσπάσματα ενός ερωτικού λόγου» («Fragments d’ un discours amoureux», 1977) προσέγγισε μια θεωρία της συνομιλίας, για να διερευνήσει στο κύκνειο άσμα του «Το φωτεινό δωμάτιο» («La chambre claire», 1980) τη δυνατότητα μιας νέας σχέσης ανάμεσα στον χώρο και στον χρόνο μέσα από τη μελέτη τής φωτογραφίας και το διάμεσο τής φωτογραφικής μηχανής. Το συγκεκριμένο βιβλίο το συνέγραψε στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ του θανάτου της μητέρας του, το 1977, και του δικού του. Όλη του τη ζωή την πέρασε μαζί ή κοντά με την πολυαγαπημένη του μητέρα, την οποία φρόντιζε στην διάρκεια της ασθένειάς της.

Στις 25 Φεβρουαρίου 1980, ο γάλλος διανοητής τραυματίστηκε σοβαρά, όταν χτυπήθηκε σε δρόμο του Παρισιού από διερχόμενο φορτηγό. Ένα μήνα αργότερα, στις 26 Μαρτίου, ο Ρολάν Μπαρτ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της γαλλικής πρωτεύουσας. Η μεταθανάτια έκδοση του έργου του με τίτλο «Συμβάντα» («Incidents», 1987), αποκάλυψε την ομοφυλοφιλία του.

Πηγή

                    

Έχετε ερωτήσεις;
Επικοινωνήστε μαζί μας

θα επικοινωνήσουμε μαζι σας σύντομα